παρέδοσαν

παρέδοσαν
παραδίδωμι
give
aor ind act 3rd pl (epic)
παραδίδωμι
give
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Claremont Profile Method — was elaborated by Ernst Cadman Colwell and his students. Professor Frederik Wisse attempted to establish an accurate and rapid procedure for the classification of the manuscript evidence of any ancient text with large manuscript attestation, and… …   Wikipedia

  • έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… …   Dictionary of Greek

  • μελέτη — I Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν μία από τις τρεις Μούσες, σύμφωνα με την πρώτη τους διαίρεση. Είναι επίσης γνωστή και ως Μελετώσα. Οι τρεις Μούσες ονομάζονταν Αοιδή, Μ. και Μνήμη ή Μούσα θεά ή Υμνώ. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι Μούσες… …   Dictionary of Greek

  • παρίημι — Α 1. αφήνω κάτι να πέσει δίπλα ή κοντά σε κάτι 2. αφήνω να πέσει κάτι από αμέλεια 3. παρέρχομαι, παραλείπω κάτι 4. περνώ κάτι χωρίς να τό προσέξω, αδιαφορώ για κάτι («τά παθήματα παρεῑσ ἐάσω», Σοφ.) 5. παραμελώ να κάνω κάτι («παρέντα τοῡ μὲν τὸ… …   Dictionary of Greek

  • παραδίδω — ΝΜΑ, και παραδίνω Ν, παραδίδωμι και ποιητ. τ. παρδίδωμι Α 1. δίνω στα χέρια κάποιου, εγχειρίζω 2. δίνω κάτι στον δικαιούχο ή σε κάποιον άλλο (α. «παρέδωσα τις αποσκευές» β. «παραδέχεσθαι τὰ φερόμενα γράμματα καὶ παραδιδόναι», Ξεν.) 3. παρέχω,… …   Dictionary of Greek

  • τηνικάδε — Α επίρρ. 1. τότε ακριβώς («τηνικάδε πιστεύσαντες τοῑς λεγομένοις παρέδοσαν τήν πόλιν», Πολ.) 2. τέτοια ώρα, τόσο νωρίς («τί τηνικάδε ἀφῑξαι, ὦ Κρίτων, ἤ οὐ πρῴ ἔτι ἐστίν;» Πλάτ.) 3. τέτοια ώρα ή τέτοια εποχή (α. «αὔριον τηνικάδε», Αιλ. β.… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • Τουλών — (Toulon). Πόλη και ναύσταθμος της Γαλλίας (182.000 κάτ.). Η πόλη, που είναι πρωτεύουσα του νομού Βαρ, είναι χτισμένη στις ακτές της Μεσογείου, 50 χλμ. NA της Μασαλίας. Η πόλη αυτή ήταν αποικία των Φοινίκων και γνωστή στους Έλληνες και στους… …   Dictionary of Greek

  • Χάγκενμπαχ, Πέτρος ντε- — (Hagenbach, 1420 – 1474). Μέγας βάιλος της Αλσατίας. Διετέλεσε υπαρχηγός του πυροβολικού στον στρατό του δούκα της Βουργουνδίας Φιλίππου του Αγαθού και πρέσβης στη Γαλλία. Το 1469 διορίστηκε από τον Κάρολο τον θρασύ της Βουργουνδίας, βάιλος της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”